Τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, θα τη θυμόμαστε αργότερα ίσως ως ένα από εκείνα τα περιστατικά, που σημάδεψαν τις εξελίξεις στις αρχές του 21ου αιώνα στην Ελλάδα. Διότι δεν είναι μόνον το γεγονός αυτό καθαυτό, οι συνθήκες διάπραξής του, τα γνωστά περιστατικά και οι άμεσες
συνθήκες που προηγήθηκαν. Είναι και η αφανής πλευρά των κοινωνικών εξελίξεων στις γειτονιές της Αθήνας που οδήγησαν στη δολοφονία, η οποία υπερβαίνει κάθε δικαστική έρευνα και, ενδεχομένως, μόνον οι ιστορικοί του μέλλοντος θα μπορούν να μιλήσουν για αυτήν. Στο άμεσο παρόν, όμως, η δολοφονία αυτή τείνει να σηματοδοτήσει μία τροπή των πραγμάτων που αφορούν το ποινικοκατασταλτικό σύστημα, καλλιεργώντας το έδαφος για μια επικείμενη διεύρυνση της εφαρμογής των διατάξεων για τη σύσταση και συμμορία: εδώ, ωστόσο, αρχίζουν τα λογικά παράδοξα.

Πρώτον, με την πρόταση διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 187 ΠΚ, η οποία με «τέχνη» καλλιεργείται και από ορισμένα ΜΜΕ, η συζήτηση τοποθετείται σε λάθος βάση. Το μείζον ζήτημα που η πρόταση εγείρει δεν είναι η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής (που εκ των πραγμάτων είναι λάθος)· η εστίαση του ενδιαφέροντος σε αυτό το άρθρο συσκοτίζει το γεγονός, ότι εάν στην υπόθεση Φύσσα, τα πράγματα έχουν εξελιχθεί σύμφωνα με όσα έως τώρα έχουν δημοσιοποιηθεί, τότε πρόκειται για εγκληματική οργάνωση που έχει, κατά την ταπεινή μου άποψη, τρομοκρατικό χαρακτήρα.

Δεύτερον, με την προαναφερθείσα πρόταση, φαίνεται να αγνοείται ή παρακάμπτεται όλο το σύστημα αρχών του ισχύοντος ποινικού δικαίου και του Συντάγματος. Επιπλέον, με την πρόταση αυτή η συζήτηση εκτρέπεται σε μία φάση του ποινικού συστήματος πολύ μεταγενέστερη από εκείνην στην οποία πράγματι υπάρχει πρόβλημα: διότι το ζήτημα δεν είναι πώς θα δέσει η δικογραφία «τεχνικά» και ποιες είναι οι ποινές που θα επιβληθούν όταν συλληφθούν οι δράστες τέτοιων εγκλημάτων (πόσο μάλλον που τα εγκλήματα μίσους και μισαλλοδοξίας δεν έχουν θεσμοθετηθεί)· ούτε έχει αποδειχθεί από πουθενά, ότι η αυστηροποίηση του ποινικού νόμου λειτουργεί αποτρεπτικά-προληπτικά για εγκλήματα τέτοιου είδους, πόσο μάλλον για τη συμμορία ή το οργανωμένο έγκλημα.
Το πραγματικό πρόβλημα κατά το ποινικό του μέρος βρίσκεται στην «άρνηση» των αρμοδίων να παρέμβουν αυτεπάγγελτα (ενώ εκ του νόμου επιβάλλεται) σε διάφορες γνωστές και μη περιπτώσεις, στις ελλείψεις ή αναποτελεσματικές πράξεις της αστυνομικής και της δικαστικής έρευνας ώστε να υπάρξει διεύρυνσή τους κατά περίπτωση, στις χρόνιες δυσλειτουργίες του ποινικοκατασταλτικού συστήματος, που δεν συνδέονται μόνον με το φόρτο εργασίας αλλά και με τους όρους επαγγελματικής διαμόρφωσης των λειτουργών του νόμου σχετικά με την αξιοποίηση στοιχείων και μαρτυριών, τον εντοπισμό των δραστών, την ανάκριση κατηγορουμένων κ.λπ. συναφή ζητήματα. Η χρήση της τεχνολογίας ποτέ δεν είναι από μόνη της επαρκής για να εξαλείψει φαινόμενα που έχουν βαθιές πολιτικές και κοινωνικές ρίζες και στηρίγματα.

Αντίθετα, μια σοβαρή και όχι εκ του προχείρου πρόταση, που θα είχε πιθανότητα να πείσει για την αναγκαιότητά της θα περιλάμβανε ουσιαστικά μέτρα που δεν θα έθεταν σε κίνδυνο τη δημοκρατική ζωή και που θα εστίαζαν στο πρόβλημα: όπως π.χ. η συστηματική μέριμνα για την εκπαίδευση σε δημοκρατικές αρχές και στην εφαρμογή του υπάρχοντος νόμου από όσους τον εκπροσωπούν, η εξάλειψη της ατιμωρησίας και η ενίσχυση της Δικαιοσύνης με ένα σώμα δικαστικής αστυνομίας. Η δικαστική αστυνομία λύνει οριστικά τα προβλήματα «διάδοσης της πληροφορίας» εκεί που πρέπει, επιτρέπει να πλαισιωθεί η δικαστική έρευνα με το κατάλληλο προσωπικό και αίρει το παράδοξο, που ισχύει στη χώρα μας, της επιλεκτικά άτυπης δικαστικής αστυνομίας για ορισμένα μόνον εγκλήματα (π.χ. τρομοκρατία).

Δεν λύνει, όμως, ούτε το πρόβλημα της μετατροπής «καθημερινών ανθρώπων» σε «εργαλεία» συμβολαίων θανάτου ή σε «άδεια πουκάμισα». Ούτε μπορεί να παρέμβει προληπτικά σε δημιουργία παραστρατών κάθε τύπου: αυτά είναι πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα και κανένας δεν μπορεί να πιστεύει σοβαρά, ότι πείθει πως η επίλυσή τους βρίσκεται σε «ποινικά πυροτεχνήματα». Εκτός και εάν το ζήτημα δεν είναι να λυθούν αυτά, αλλά να προετοιμαστεί το έδαφος για κάτι χειρότερο: δηλαδή, τον πολιτικό στραγγαλισμό της Δημοκρατίας, μέσα από την απονεύρωση των θεσμών που στηρίζουν και αυτήν και την κοινωνία.
 avgi.gr
*Η Σοφία Βιδάλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Δ.Π.Θ.