web stats

25.8.13

Νέο mea culpa από το ΔΝΤ

Νέο mea culpa από το ΔΝΤ
Η ανεπαρκής εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και οι αντιστάσεις που εκδηλώθηκαν από την κοινωνία και τα πολιτικά κόμματα είναι οι βασικές αιτίες για τις λανθασμένες προβλέψεις ανάπτυξης στην Ελλάδα που έγιναν
από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο -και οδήγησαν τη χώρα σε μεγαλύτερη ύφεση- και όχι ο... περίφημος πολλαπλασιαστής.

Αυτό προκύπτει από τεχνοκρατική μελέτη 31 σελίδων που εξέδωσε χθες το ΔΝΤ με τίτλο «Αξιολογώντας την επίδραση και την κλιμάκωση πολυετών προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής: ένα γενικό πλαίσιο». Σημαντικό μέρος της έκθεσης αφιερώνεται στην περίπτωση της Ελλάδας, καθώς είναι μια χώρα στην οποία οι αρχικές προβλέψεις του προγράμματος, όσον αφορά κυρίως το μέγεθος της ύφεσης, διαψεύστηκαν καθώς η ύφεση ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Ουσιαστικά το Ταμείο οδηγείται σε μια ακόμη «γκάφα», αφού την ώρα που προσπαθεί να... δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα με τον λάθος πολλαπλασιαστή που είχε προκαλέσει σάλο τον περασμένο Ιούνιο, τώρα παραδέχεται ένα άλλο λάθος του. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ παραδέχονται ότι «ήμασταν υπεραισιόδοξοι για τους ρυθμούς ανάπτυξης, δεν υποτιμήσαμε τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές».

Πρόκειται για τη δεύτερη φορά που τα στελέχη του ΔΝΤ κάνουν λόγο για λάθη στο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας, καθώς στις αρχές Ιουνίου σε εσωτερικό έγγραφο του Ταμείου γινόταν λόγος για υποτίμηση της ζημιάς που είχε προκαλέσει η λιτότητα στην ελληνική οικονομία. Θυμίζουμε ότι τότε, σε έγγραφο που κυκλοφόρησε εσωτερικά με ένδειξη «άκρως εμπιστευτικό», το ΔΝΤ παραδεχόταν ότι είχε υποτιμήσει τη ζημιά που προκάλεσε η συνταγή λιτότητας στην ελληνική οικονομία.
Με τη νέα έκθεση, το Ταμείο επιχειρεί να δώσει μια απάντηση στις επικρίσεις σε βάρος του μετά την αποκάλυψη για τον λάθος πολλαπλασιαστή και τονίζει πως υπερεκτιμήθηκαν οι δυνατότητες της Ελλάδας για ανάπτυξη.

Τονίζει ότι ένας υψηλότερος πολλαπλασιαστής δεν θα οδηγούσε σε βελτίωση των προβλέψεων για το ελληνικό ΑΕΠ, αποδίδοντας τη μεγαλύτερη των εκτιμήσεων ύφεση στην αδύναμη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων -η οποία οδήγησε και σε χαμηλότερα αποτελέσματα-, καθώς και σε «άλλους παράγοντες» που συνέβαλαν σε πολύ ισχνότερη οικονομική απόδοση σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις.
Αναθεώρηση
Θεωρεί ότι, με διαφορά, πιο σημαντικός παράγοντας στον υπολογισμό της ύφεσης ήταν η δραματική αναθεώρηση της δυνητικής ανάπτυξης τόσο στο αρχικό επίπεδο όσο και στην πρόβλεψη για την ανάπτυξη.
Αυτό αντανακλά μια σειρά από εξελίξεις, περιλαμβανομένων της μεγάλης αναθεώρησης στοιχείων μετά την έναρξη του προγράμματος, της ασθενούς σε σχέση με την αναμενόμενη εφαρμογής του προγράμματος, των χαμηλότερων των προσδοκιών αποτελεσμάτων από τις μεταρρυθμίσεις, των πολιτικών και κοινωνικών αντιστάσεων κ.ά., που συνέβαλαν σε χαμηλότερη σε σχέση με την προσδοκώμενη -στο αρχικό πρόγραμμα- ανάπτυξη.

Στα συμπεράσματα της μελέτης τονίζεται ότι αυτή την περίοδο είναι πολύ έντονη η συζήτηση σχετικά με το αν θα πρέπει τα προγράμματα λιτότητας να είναι εμπροσθοβαρή -δηλαδή τα περισσότερα μέτρα λαμβάνονται κατά κύριο λόγο στα πρώτα χρόνια προσαρμογής τους- ή οπισθοβαρή.
Οι μελετητές του ΔΝΤ σημειώνουν ότι η θέση των περισσότερων αναλυτών σε παγκόσμιο επίπεδο μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση του να εφαρμόζονται οπισθοβαρή προγράμματα στις οικονομίες, καθώς τα εμπροσθοβαρή οδηγούν σε μεγαλύτερες των προβλεπόμενων υφέσεις.
Σύμφωνα με την έκθεση, το γενικότερο κλίμα τείνει υπέρ της αργής προσαρμογής, καθώς ορισμένες οικονομίες που ακολουθούν πρόγραμμα προσαρμογής έχουν περιπέσει σε βαθύτερες υφέσεις και ορισμένες εργασίες έχουν διαπιστώσει ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές τείνουν να είναι υψηλότεροι σε περιόδους ύφεσης και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να υπερβαίνουν σημαντικά τη μονάδα.

Ωστόσο, οι αναλυτές του ΔΝΤ σημειώνουν ότι η ύπαρξη πολλαπλασιαστών δεν αποτελεί πάντα επιχείρημα υπέρ της βραδείας προσαρμογής και ότι η βραδεία προσαρμογή πρέπει να εξετασθεί και σε σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους. Οι ίδιοι τονίζουν, πάντως, ότι η βιωσιμότητα του χρέους μπορεί να εξασφαλισθεί και με την αναδιάρθρωσή του.
«Αν η ανάλυση οδηγεί στην επιλογή μεταξύ αφόρητης μείωσης του ΑΕΠ λόγω υπερβολικά μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής από τη μία πλευρά και της βιωσιμότητας του χρέους από την άλλη, τότε μια χώρα μπορεί να χρειασθεί να εξετάσει την αναδιάρθρωση του χρέους της», αναφέρεται χαρακτηριστικά
Σημειώνεται τέλος ότι η ανάλυση που γίνεται για τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής σταθεροποίησης στις υπερχρεωμένες χώρες τείνει να επικεντρώνεται σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ενώ δεν έχει γίνει πολύ μεγάλη ανάλυση για τις επιπτώσεις στην ανάπτυξη των πολυετών προγραμμάτων. Δηλαδή, υποστηρίζουν ουσιαστικά οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ ότι περιπτώσεις όπως αυτή της Ελλάδας που εφαρμόζεται πολυετές πρόγραμμα δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς.
ΜΑΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ethnos.gr